Ήρθα στην Αμοργό για πρώτη φορά στη δεκαετία του ’80.
Τότε το ταξίδι στο νησί ήταν μια περιπέτεια.
Η Αμοργός ήταν ένα νησί της “άγονης γραμμής”.
Ανεπιθύμητοι άνθρωποι, που εναντιώνονταν στο σύστημα, στέλνονταν για να υπηρετήσουν σε εκείνα τα “άγονα” νησιά.
Υπήρχε ένα καράβι μια φορά την εβδομάδα ή ακόμα και τις δέκα ημέρες και θα χρειαζόταν περίπου δύο μέρες για να φτάσει κάποιος στο νησί.
Η άλλη επιλογή θα ήταν να πας με αλιευτικό. Αυτό έπαιρνε τουλάχιστον μία εβδομάδα.
Δεν υπήρχαν λιμάνια, όπως είναι τώρα, και η αποβίβαση γινόταν με βάρκες, αφού τα μεγάλα σκάφη δεν μπορούσαν να ‘δέσουν’.
Ήμουν φοιτητής φαρμακευτικής τότε, εποχές ποίησης και ρομαντισμού. Έφυγα με ψαράδικο και το σταυρό του νότου . Κατέβηκα με ξiφιάδικο.(ήταν άφθονοι εκείνη την εποχή οι ξιφίες όπως και τόσα άλλα).
Ακούγοντας Μάλερ, ζωγραφίζοντας, γράφοντας ποίηση, προσπαθώντας να ανακαλύψω το νόημα της ζωής, πάτησα το πόδι στο νησί ένα πρωί με κρύο άνεμο, έπειτα από ένα διάστημα μεγαλύτερο της μιας εβδομάδας που ήμουν στη θάλασσα.
Ήταν ένας άμεσος ισχυρός δεσμός.
Δελφίνια, χελώνες, σαλάχια, τεράστιοι ροφοί και τόσες πολλές ιστορίες.
…Οι σεισμοί που έγιναν αιτία ώστε χωριά να καταρρεύσουν στη θάλασσα, οι πειρατές και οι περιοχές τους, ο πόλεμος, τα ναυάγια, οι ιστορίες των μελισσοκόμων, οι ιστορίες των ψαράδων, τα ελαιόδεντρα και το ελαιόλαδο.
Σκληρή δουλειά σε αυτή τη βραχώδη και ξηρή γη και καμία επικοινωνία με τον «εξωτερικό κόσμο».
Ήρθα επειδή ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς, ο Νίκος Καζαντζάκης, έγραψε εδώ ένα βιβλίο που λάτρευα.
Κατάλαβα γιατί. Ήμουν ζωντανός, εμπνευσμένος και ερωτευμένος.
Έφυγα από την Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του ’80 στην αναζήτηση περιπέτειας στο σχολείο της ζωής. Έκανα όλων των ειδών τα πράγματα, σε τέσσερις ηπείρους και αποκτώντας 3 κόρες.
Ξυλογλυπτική, πιλότος, μάγειρας, αλεξιπτωτιστής, σχολή καλών τεχνών, μπάρμαν, οδηγός ταξί στη Νέα Υόρκη, μεταφορές αυτοκινήτων, οικοδομή, συγγραφέας, stand-up κωμικός, πατέρας .. και,και,και .. καταδύσεις.
Ποτέ δεν σταμάτησα, ποτέ δεν τελείωσα στα αλήθεια τίποτα.
Είχα 2 παιδιά και είχα ήδη φύγει για περίπου 20 χρόνια όταν αποφάσισα να γυρίσω “σπίτι”.
Οδήγησα με αυτοκίνητο από το Βέλγιο με τη νεότερη κόρη μου Σοφία πίσω, πίσω στην Ελλάδα.